- ἐλύτρῳ
- ἔλυτρονcoueringneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελυτρώ — ἐλυτρῶ ( όω) (Α) περικαλύπτω … Dictionary of Greek
προσελυτρώ — όω, Α επικαλύπτω, περικαλύπτω επιπροσθέτως («οὐ περιγλωττίδα μόνον... φορεῑν ἀλλὰ καὶ προσελυτροῡν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐλυτρῶ «περικαλύπτω»] … Dictionary of Greek